Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Λασίθι - Σπήλαιο Δία – Σπιναλόγκα

Εισαγωγή

Φέτος το καλοκαίρι αποφάσισα να έχω τις ολιγοήμερες διακοπές μου στο νησί του Μίνωα, τη μαγευτική και μυστηριώδη Κρήτη. Επέλεξα το νομό του Λασιθίου και την πρωτεύουσά του, τον Άγιο Νικόλαο που, παρά την ενημέρωση που είχα, έσφυζε από ζωή και τουρισμό. Διάλεξα ένα ξενοδοχείο στο λιμάνι της πόλης, με εκπληκτική θέα στον κόλπο του Μιραμπέλου και οργάνωσα τις επισκέψεις μου στις γύρω περιοχές.

Οροπέδιο Λασιθίου – σπήλαιο Δία

Οι ντόπιοι με ενημέρωσαν πως ο καλύτερος δρόμος για το Οροπέδιο του Λασιθίου ήταν από το νομό Ηρακλείου, οπότε ξεκίνησα το πρωί με το αμάξι και λίγη ώρα μετά βρέθηκα να ανηφορίζω το φιδογυριστό δρόμο προς τον ορεινό όγκο της Δίκτης. Αετοί πετούσαν στον ουρανό, που όσο πλησίαζα την περιοχή «Ψυχρό», γίνονταν όλο και περισσότεροι. Φαίνεται πως, παρά την εγκατάλειψη της θρησκείας του Δωδεκάθεου, εκείνοι ποτέ δεν εγκατέλειψαν τον τόπο που, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε ο άρχοντάς τους.
Φτάνοντας στον Ψυχρό, πληρώνω το εισιτήριό μου και αρχίζω πεζός να ανεβαίνω το πλακόστρωτο μονοπάτι προς το Δικταίο Άντρο. Γέροντες με γαϊδουράκια προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όσους τουρίστες δεν μπορούν να ανέβουν, όμως εγώ συνεχίζω με τα πόδια, για να διαπιστώσω μετά από μερικά λεπτά πως πρέπει να κόψω το κάπνισμα.
Η επιμονή μου ανταμείβεται και η κούρασή μου ανήκει στο παρελθόν όταν επιτέλους, σε υψόμετρο 1000 μέτρων, το σπήλαιο προβάλλει μπροστά μου. Δεκάδες τουρίστες, οι περισσότεροι ξένοι, κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια προς το εσωτερικό του, ενώ μια κυρία παραδίπλα προτρέπει την παρέα της να βιώσει τη μαγεία του τόπου. Και αυτή είναι η αλήθεια, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν τη συγκίνηση και το δέος που αισθάνεται κανείς όταν μπαίνει στο σπήλαιο, γνωρίζοντας πως εκεί είχε γεννηθεί ένας Θεός, όχι ο οποιοσδήποτε, αλλά ο πατέρας «Θεών τε και ανθρώπων», ο νικητής των Τιτάνων και άρχοντας του κεραυνού, ο νεφεληγερέτης Δίας. Οι επισκέπτες είναι σιωπηλοί ή μιλούν σιγανά και ένα ζευγάρι από τη Σερβία με πλησιάζει και με ρωτάει στα Αγγλικά εάν γνωρίζω τίποτα για το μέρος, μιας και η απουσία ξεναγών είναι προφανής. Τους λέω λίγα πράγματα και με ακούνε με προσοχή, κάνοντάς μου πολλές ερωτήσεις ψιθυριστά σχεδόν. Το σπήλαιο είναι γεμάτο σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ενώ ένας πελώριος σχηματισμός ονομάζεται «μανδύας του Δία» και πραγματικά, με λίγη φαντασία μπορεί κανείς να τον δει…
Εδώ, κατά τη μυθολογία, η Ρέα γέννησε το Δία και για να γλιτώσει από τον πατέρα του τον Κρόνο, ενώ οι Κουρήτες τον μετέφεραν στο Ιδαίο Άντρο, όπου και τον ανέθρεψαν νύμφες και η Αμάλθεια. Στο Δικταίο Άντρο λατρεύτηκε ο Κρητογενής Ζευς από το τέλος της Μεσομινωικής έως το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου, ενώ οι ανασκαφές αποκάλυψαν υπολείμματα βωμού και αναθήματα των αρχαίων Κρητών στο Δία.
Βγαίνω από το σπήλαιο με δέος να προκαλεί ανατριχίλες στη σπονδυλική μου στήλη και ανάβω ένα τσιγάρο, απολαμβάνοντας τη θέα του οροπεδίου του Λασιθίου κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό. Το οροπέδιο είναι μια ψηλή καρστική λεκάνη, ιδιαίτερα εύφορη και πυκνοκατοικημένη, αν κρίνω από το πλήθος των χωριών και των οικισμών που συνάντησα στη διαδρομή, που περιβάλλεται από την οροσειρά της Δίκτης, με ψηλότερη κορυφή το ομώνυμο όρος (2.148 μέτρα). Ανεμόμυλοι υπάρχουν παντού, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτούν την Αιολική ενέργεια.
Είναι ώρα πια να φύγω, αλλά ειλικρινά δεν έχω καμία διάθεση. Το μέρος έχει μια εμφανώς θετική ενέργεια και ο καθαρός αέρας που γεμίζει τους πνεύμονές μου είναι μια ευχάριστη αίσθηση. Στην επιστροφή κάθομαι σε ένα καφενείο, κάτω από έναν τεράστιο πλάτανο και απολαμβάνω έναν καφέ και μια ρακή, προσφορά του καταστήματος. Η ιδιοκτήτρια, μια γυναίκα περίπου σαράντα ετών, μας μιλάει για την εκρηκτική άνοδο του τουρισμού στην περιοχή τους και για τον «Αγιοθεό» που της έλεγε η γιαγιά της, προφανώς μια αναφορά στο Δία, που η μορφή του δεσπόζει ακόμα και τώρα σε ολόκληρο το νησί, πόσο μάλλον στον τόπο που θεωρείται ότι γεννήθηκε.

Σπιναλόγκα

Ένα από τα πολλά που με έχουν εντυπωσιάσει στο νησί, είναι πως καμία ευκαιρία για τουριστική αξιοποίηση δεν μένει ανεκμετάλλευτη και ευτυχώς η Κρήτη έχει ευλογηθεί με χιλιάδες τέτοιες ευκαιρίες. Σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο, ενημερώνομαι για μια ολιγόωρη κρουαζιέρα στη Σπιναλόγκα και αμέσως κλείνω δύο θέσεις. Το καραβάκι σιγά σιγά γεμίζει και παρατηρώ πως εγώ και ο φίλος μου είμαστε οι μόνοι Έλληνες στο πλήρωμα, αφού γύρω μας ακούω πολλές διαφορετικές γλώσσες από ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Το καράβι ξεκινά και σύντομα οι ξεναγοί μας καλωσορίζουν, φυσικά όχι στα ελληνικά. Μας λένε μερικά πράγματα για τον Άγιο Νικόλαο που βλέπουμε να απομακρύνεται αργά και μετά από μισή περίπου ώρα μας ενημερώνουν πως ακριβώς από κάτω μας, στο βυθό της θάλασσας, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Ολούς, που σήμερα ονομάζεται Ελούντα και αποτελεί το ακριβότερο θέρετρο της Κρήτης και ένα από τα ακριβότερα της Ελλάδας. Τα τεράστια ξενοδοχειακά συγκροτήματα που θα δούμε μία ώρα αργότερα, μας δίνουν να καταλάβουμε το γιατί.
Το καραβάκι σταματά σε έναν κολπίσκο και οι ξεναγοί μας προτρέπουν να απολαύσουμε μισής ώρας μπάνιο στα πεντακάθαρα νερά. Στην προκαθορισμένη ώρα συνεχίζουμε την κρουαζιέρα μας και, περνώντας ένα ξερονήσι, μας ενημερώνουν πως εκεί κρυβόταν ο περίφημος πειρατής Μπαρμπαρόσα, σε μια μεγάλη σπηλιά στο βορινό τμήμα της βραχονησίδας. Τελικά, μετά από μιάμιση ώρα περίπου, η Σπιναλόγκα προβάλει μπροστά στα μάτια μας, ένας μεγάλος, ξερός βράχος στη θάλασσα. Τραβώ αρκετές φωτογραφίες μέχρι να κάνουμε το γύρο της, ώστε να φτάσουμε στο μικρό λιμάνι και τελικά αποβιβαζόμαστε. Εκατοντάδες επισκέπτες έχουν φτάσει με άλλα καραβάκια πριν από εμάς και συνωστίζονται στην είσοδο του φρουρίου, περιμένοντας να κόψουν το εισιτήριο που δεν περιλαμβάνεται στο κόστος της κρουαζιέρας. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς αλλά μάταια ψάχνουμε να βρούμε ξενάγηση στα ελληνικά. Η συνοδός μας, μια αγγλίδα που τα τελευταία χρόνια ζει στην Κρήτη, κάνει ότι μπορεί για να μας εξυπηρετήσει και τελικά βρίσκει τη Μαρία, που σε ένα διάλλειμα μεταξύ των ξεναγήσεών της, δέχεται να μας πει ορισμένα πράγματα, χωρίς ωστόσο να μας συνοδεύσει, μιας και ένα τέταρτο μετά θα μιλήσει αραβικά σε ένα γκρουπ από τη Σαουδική Αραβία. Συμφωνεί με τη δυσαρέσκειά μου για την απουσία της ελληνικής γλώσσας αλλά με πληροφορεί πως την τελευταία εβδομάδα, εμείς οι δύο φίλοι είμαστε οι μόνοι Έλληνες τουρίστες, καθώς οι περισσότεροι προτιμούν άλλο είδος τουρισμού.
Παρά τη δυσκολία, μαθαίνουμε πως το ελληνικό όνομα της Σπιναλόγκα είναι «Καλυδών» και χωρίζεται από τη στεριά με έναν ισθμό που άνοιξαν το 1897 Γάλλοι ναύτες. Πάνω στη βραχονησίδα, στα ερείπια μιας αρχαίας ακρόπολης, οι Βενετοί έχτισαν το 1579 ένα ισχυρό φρούριο, το οποίο ήταν εφοδιασμένο με πολλά κανόνια και πυρομαχικά, έτσι που το 1669 που οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη, το φρούριο της Σπιναλόγκα, της Σούδας και της Γραμπούσας, δεν έπεσαν στα χέρια τους. Το 1715 ωστόσο, μετά από συνθηκολόγηση, περιήλθε στους Τούρκους και για πολύ καιρό μετά γνώρισε σημαντικότατη άνθιση, καθώς εγκαταστάθηκαν οικογένειες Βενετών και Τούρκων, μαζί με Έλληνες. Κύρια ασχολία τους ήταν το εμπόριο, ιδιαίτερα μετά την εγκατάσταση μερικών εβραϊκών οικογενειών. Αργότερα η κοινότητα σιγά σιγά εγκαταλείπεται και με απόφαση της τότε Κυβέρνησης, στο νησί εξορίζονται οι λεπροί, σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί η νόσος της λέπρας. Κτίρια γίνονται νοσοκομεία, λεπροί από όλη την Ελλάδα και την Κρήτη καταφτάνουν και η κοινότητα των λεπρών μεγαλώνει, καθώς παντρεύονται μεταξύ τους και δημιουργούν οικογένειες.
Παρατηρώ πως η ξεναγός μας προσπαθεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση. Εγώ μιλώ για εξορία κι εκείνη αποφεύγει να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη. Μας λέει πως οι συνθήκες που ζούσαν ήταν πολύ πιο ανθρώπινες από τα μέρη τους, είχαν ηλεκτρικό, κινηματογράφο και άλλες ανέσεις που έλλειπαν από την Κρήτη και από το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Χρυσωμένο χάπι σκέφτομαι και δεν συνεχίζω τη διαφωνία. Από ξεναγήσεις που ακούω σε άλλες γλώσσες, παρατηρώ πως τεχνιέντως οι ξεναγοί προσπαθούν να κάνουν το ίδιο πράγμα, μιλούν περισσότερο για την ιστορία της βραχονησίδας και με λεπτότητα αποφεύγουν τις μακριές αναφορές στο νησί - λεπροκομείο.
Ακολουθούμε τις ομάδες των τουριστών και περιδιαβαίνουμε τα σοκάκια της Σπιναλόγκα. Πολλά σπίτια έχουν αναστηλωθεί και κάποια άλλα είναι γκρεμισμένα. Λίγο παρακάτω, κάποια από αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί ως μικρό μουσείο. Μπαίνουμε μέσα και βλέπουμε τις συλλογές με τα είδη καθημερινής χρήσης, πιάτα, μαχαίρια, πιρούνια. Σε μια άλλη προθήκη βρίσκονται διαφημιστικές πινακίδες και καδρόνια από τα εμπορεύματα που εισάγονταν στο νησί, ενώ σε έναν άλλο χώρο βρίσκονται ιατρικά είδη από το νοσοκομείο. Νεφροειδή, γυάλινες σύριγγες, φυαλίδια με φάρμακα. Κοιτάζω το φίλο μου και διαπιστώνω την ίδια θλίψη στο βλέμμα του. Ολόκληρη η ατμόσφαιρα είναι μελαγχολική, μέσα και έξω από το μουσείο.
Προχωρώντας παρακάτω, δεξιά μας δεσπόζει το κτίριο του νοσοκομείου, μια μεγάλη κατασκευή, στην οποία δεν επιτρέπεται να πλησιάσουμε πολύ. Στους τοίχους του είναι γραμμένη η φράση «εδώ είναι ο Γολγοθάς του 20ου αιώνα». Την κοιτάζουμε για πολλή ώρα. Γολγοθάς ένα μέρος που είχε σινεμά και ηλεκτρικό;
Πιο πέρα είναι το κτίριο της απολύμανσης, ένα μεγάλο κενό δωμάτιο με οπή στο ταβάνι του, όπου απολυμαίνονταν με φάρμακο που έπεφτε οι ασθενείς και οι εργαζόμενοι. Εικόνες στρατοπέδου συγκέντρωσης, παρά την άγρια ομορφιά του τοπίου.
Κάνουμε το γύρο της νησίδας, φωτογραφίζουμε παραλίες, προμαχώνες και πύργους. Το βήμα μας είναι γρήγορο, γιατί δεν μας σηκώνει και πολύ ο τόπος, είναι ιδιαίτερα φορτισμένος και αυτό γίνεται αντιληπτό από όλους τους επισκέπτες που προχωρούν το ίδιο γρήγορα με εμάς. Καταλήγουμε στο νεκροταφείο της κοινότητας, με τους πέτρινους επίπεδους τάφους να κοιτάζουν το πέλαγος και η εκδρομή μας καταλήγει δίπλα στη θάλασσα, με ένα τσιγάρο και νερό, να περιμένουμε τη συγκέντρωση του γκρουπ για το ταξίδι της επιστροφής.
Θλιμμένος τόπος η Σπιναλόγκα. Δεν ξέρω αν είναι η ιδέα μου αλλά οι συνεπιβάτες μου είναι όλοι τους σοβαροί. Ίσως απλά να είναι κουρασμένοι από τις πέντε ώρες που κράτησε το ταξίδι. Φτάνουμε με ανακούφιση στον Άγιο Νικόλαο και η πρώτη μας δουλειά είναι να πάμε να απολαύσουμε ένα καφέ στη λίμνη και να συζητήσουμε για τα όσα είδαμε και όσα νιώσαμε εκείνες τις λίγες ημέρες που μείναμε στο νησί του Δία, την πανάρχαια και πανέμορφη Κρήτη…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Επειδή κατάγομαι από την Κρήτη και επειδή η μάνα μου έζησε εκεί και επειδή έχω γνωρίσει λεπρούς και επειδή η γυναίκα μου έχει εργαστεί εθελοντικά σε πρόγραμμα ψυχολογικής στήριξης λεπρών και επειδή στην πόλη μου είχαμε μέχρι σχετικά πρόσφατα νοσοκομείο-στρατόπεδο για λεπρούς, απλά να σου πω ότι η Μαρία… ή έλεγε ότι της είχαν πει και δεν ήξερε… (χλωμό) ή απλά έκανε την Κινέζα όπως κάνουν όλοι… Τίποτα καλό δεν είχε η Σπιναλόγκα… Ένας χώρος με ανθρώπους που απλά βίωναν την κατακρεούργηση του “πολιτισμού” μας… και ξέρεις οι πληγές από την λέπρα κάποια στιγμή έκλεισαν… αυτές της ψυχής δεν θα κλείσουν ποτέ…

Lykos...